μπόλικα

μπόλικα
επίρρ. в избытке, в изобилии, обильно, много

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπόλικα" в других словарях:

  • μπόλικος — η, ο 1. άφθονος, πλούσιος («μπόλικα λεφτά») 2. ευρύχωρος, φαρδύς («τα παπούτσια μου είναι μπόλικα»). επίρρ... μπόλικα (συν. με αναδίπλωση) μπόλικα μπόλικα με μεγάλη αφθονία, άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bol + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • μπόλικος — η, ο (λ. τουρκ.), αρκετός σε ποσότητα, άφθονος: Έφαγα μπόλικα φρούτα και πόνεσε η κοιλιά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»